εὐσεβεστάτη

εὐσεβεστάτη
εὐσεβής
pious
fem nom/voc superl sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εὐσεβεστάτῃ — εὐσεβής pious fem dat superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐσεβεστάτηι — εὐσεβεστάτῃ , εὐσεβής pious fem dat superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ГРИГОРИЙ ПАЛАМА — [Греч. Γρηγόριος Παλαμᾶς] (ок. 1296, К поль 14.11.1357, Фессалоника), свт. (пам. 14 нояб., переходящее празд. во 2 ю Неделю Великого поста), архиеп. Фессалоникийский, отец и учитель Церкви. Жизнь Источники Свт. Григорий Палама. Икона. Посл. треть …   Православная энциклопедия

  • Μετέωρα — Συγκρότημα μοναστηριών χτισμένων στην κορυφή απότομων και ξεκομμένων μεταξύ τους βράχων, διάσπαρτων σε μια έκταση περίπου τριάντα τ. χλμ., ανάμεσα στα όρη Χάσια, Αντιχάσια και Κόζιακας, του νομού Τρικάλων, στο σημείο ακριβώς, όπου ο Πηνειός… …   Dictionary of Greek

  • ευσεβής — ές (ΑΜ εὐσεβής, ές, Μ και εὐσεβός, όν) 1. αυτός που σέβεται τον θεό και τηρεί τις εντολές του, θρήσκος 2. εκείνος που τόν διακρίνει ευσέβεια (α. «ευσεβείς σκέψεις» β. «εὐσεβεῑ γνώμᾳ») 3. αυτός που νιώθει βαθύ σεβασμό προς τους γονείς, δασκάλους κ …   Dictionary of Greek

  • Ρακίνας, Ιωάννης — (Racin, Λα Φερτέ Μιλόν, Eν 1639 – Παρίσι 1699). Ελληνοποιημένος τύπος του επωνύμου του Γάλλου θεατρικού συγγραφέα Ρασέν. θεατρικός συγγραφέας. Έμεινε ορφανός και ανατράφηκε στο ιανσενιστικό περιβάλλον με το οποίο συνδεόταν η οικογένειά του. Στις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”